- τμηματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται ή γίνεται ή εκτελείται κατά τμήματα: Τμηματική κατασκευή του δρόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τμηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τμήμα 2. αυτός που γίνεται κατά τμήματα («τμηματικές εξετάσεις»). επίρρ... τμηματικώς και τμηματικά Ν κατά τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, ατος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1835 στην εφημερίδα Εφημερίς… … Dictionary of Greek